ἰσόβοιον

ἰσόβοιον
ἰσόβοιος
worth an ox
masc/fem acc sg
ἰσόβοιος
worth an ox
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισόβοιος — ἰσόβοιος ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον άνθος με μήκωνα (παπαρούνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο) * + βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί βοιος, μυριό βοιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”